ξενερίζω

ξενερίζω
1. μετ. вымачивать (что-л, горькое или солёное);
2. αμετ. 1) высовываться из воды (о рыбе); выступать из воды (о рифе); 2) сбиваться с пути (о рыбе); 3) протрезвляться; 4) испускать мочу, мочиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξενερίζω" в других словарях:

  • ξενερίζω — 1. (για ψάρι και, μτφ., για πρόσ.) βρίσκομαι σε άγνωστο περιβάλλον, χάνω τα νερά μου 2. (για ψάρι και για ύφαλο) εξέρχομαι πάνω από την επιφάνεια τού νερού 3. κάνω κάποιον να χάσει τα νερά του, να αλλάξει τις συνήθειές του απομακρύνοντάς τον από… …   Dictionary of Greek

  • ξενερώνω — ξενερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + νερό] …   Dictionary of Greek

  • ξεζουμίζω — 1. βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας το, στίβω («ξεζουμίζω το πορτοκάλι») 2. (σχετικά με φαγητό) αλλάζω το νερό, ξενερίζω («ξεζούμισα τα φασόλια») 3. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά και σωματικά κατά κόρον 4. (για γυναίκα) εξαντλώ… …   Dictionary of Greek

  • ξενέρισμα — το [ξενερίζω] 1. απομάκρυνση κάποιου από το συνηθισμένο περιβάλλον του 2. αλλαγή νερού μέσα στο οποίο τοποθετήθηκε κάτι για να χάσει την αρμύρα ή την πικράδα του 3. απαλλαγή από μεθύσι 4. ούρηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»